πού


πού
Προφορά

Ετυμολογία
πού αρχαία ελληνική ποῦ

Ερμηνεία
επίρρημα πού

✦ ερωτημ. (τοπ.) σε ποιο μέρος: πού καθόσαστε και δε σας είδα;
✦ (τροπ.) πώς ή από ποιον, με ποιο τρόπο: πού ήθελες να το ξέρω
✦ χρησιμοποιείται σε σχηματισμό ποικίλων φράσεων που δηλώνουν: α) έντονη απορία: πού ακούστηκε τέτοιος μισθός β) έντονη άρνηση: πού καιρός για τέτοια!
✦ φρ. πού και πού, ή αριά και πού, κάπου κάπου, σπάνια – από πού κι ως πού, δεν είναι δυνατόν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.