ποϊνσέτια


ποϊνσέτια
Προφορά

Ετυμολογία
ποϊνσέτια └αγγλ┘poinsettia, από το όν. J.R. Poinsett (1779-1851) του Αμερικανού διπλωμάτη και ερασιτέχνη βοτανολόγου

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ποϊνσέτια

✦ είδος καλλωπιστικού φυτού σε κήπους και εσωτερικούς χώρους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.