πουρός
Προφορά
Ετυμολογία
πουρός πουρί
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πουρός -ή, -ό
✦ ο περασμένης ηλικίας, γερασμένος: η πουρή δεν μπορεί κι ο γεράκος είναι ράκος (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
✦ ουδ. το πουρό ως ουσ., ο παλιόγερος, η παλιόγρια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–