πουρί


πουρί
Προφορά

Ετυμολογία
πουρί μεταγενέστερη ελληνική πωρίον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πουρί

✦ πορώδες ασβεστολιθικό πέτρωμα, πωρόλιθος
✦ ασβεστούχο υπόλειμμα που επικάθεται στα δόντια, σε δοχεία βρασμού, σε σωλήνες κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.