πουνιάλι


πουνιάλι
Προφορά

Ετυμολογία
πουνιάλι └ιταλ┘pugnale (= ξιφίδιο)

Ερμηνεία
πουνιάλι

✦ μαχαίρι, στιλέτο: είδανε το γούμενο μέσα σε μια κοσαριά Τουρκοκρητικούς να πολεμά με το πουνιάλι (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.