πουνέντες


πουνέντες
Προφορά

Ετυμολογία
πουνέντες └ιταλ┘ponente (= δυτικός)

Ερμηνεία
πουνέντες

✦ δυτικός άνεμος, ζέφυρος: του δαιμόνου αναβρασμός εκείνος ο άτιμος πουνέντης (Τ. Παπατσώνης)
✦ η διεύθυνση από την οποία πνέει ο πουνέντες, δυτικό σημείο του ορίζοντα: απ’ εδώ μεριά, στον πουνέντη, κοίτα ένα άστρο λαμπερό! (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.