πουλώ


πουλώ
Προφορά

Ετυμολογία
πουλώ μεσαιωνική ελληνική πουλῶ

Ερμηνεία
ρήμα πουλώ -άς, -ά

✦ δίνω κάτι, μεταβιβάζω στην κυριότητα άλλου, παίρνοντας χρήματα
✦ έχω, διαθέτω κάτι για πώληση
(μτφ. ) προδίδω για χρήματα ή για προσωπικό όφελος: πούλησε την πατρίδα του – τις ιδέες του
✦ φρ. πούλησε την ψυχή του στο διάβολο, παραδόθηκε στο κακό – σε ποιον τα πουλάς αυτά; δεν πιάνουν τα ψέματά σου – σε πουλά και σ’ αγοράζει, είναι πολύ επιτήδειος
✦ (μέσ.) πουλιέμαι, εξαγοράζομαι, δωροδοκούμαι

Συνώνυμα

Αντίθετα
αγοράζω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.