πουλί


πουλί
Προφορά

Ετυμολογία
πουλί μεσαιωνική ελληνική πουλλίν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πουλί

✦ φτερωτό δίποδο ζώο που γεννά αβγά, πτηνό
✦ νεοσσός, ιδ. όρνιθας
(μτφ. ) πέος
✦ φρ. του πουλιού το γάλα, μεγάλη αφθονία και ποικιλία φαγώσιμων – πιάνει πουλιά στον αέρα, διαθέτει εξυπνάδα, ευστροφία και ικανότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.