πουκάμισο
Προφορά
Ετυμολογία
πουκάμισο μεσαιωνική ελληνική πουκάμισον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πουκάμισο
✦ ένδυμα, από λινό, βαμβακερό ή μεταξωτό ύφασμα που καλύπτει το πάνω μέρος του σώματος
✦ ο εξωτερικός χιτώνας του δέρματος των φιδιών που ξεραίνεται και αποβάλλεται κατά την άνοιξη
✦ φρ. αλλάζει τους άντρες (τις γυναίκες) σαν πουκάμισο, αλλάζει συχνά ερωτικούς συντρόφους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–