πουγκί


πουγκί
Προφορά

Ετυμολογία
πουγκί μεσαιωνική ελληνική πουγγί(ο)ν, υποκοριστικό του πούγγα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πουγκί

✦ μικρό σακουλάκι για χρήματα, βαλάντιο
✦ (συνεκδ.) χρηματικό απόθεμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.