πουά
Προφορά
Ετυμολογία
πουά └γαλλ┘ pois (= αρακάς)
Ερμηνεία
πουά
✦ άκλ. ουσ. κ. επίθ. μικρός κύκλος, βούλα σε ύφασμα: ύφασμα με μικρά-μεγάλα πουά – πουά ύφασμα – γραβάτα – φόρεμα – φούστα κτλ. – κίτρινα – λευκά – κόκκινα πουά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–