που


που
Προφορά

Ετυμολογία
που μεσαιωνική ελληνική πού, ὁπού

Ερμηνεία
που

✦ άκλ. (αναφορ. α-ντων.) ο οποίος: ο άνθρωπος που με σταμάτησε
✦ (επίρρ.) όπου: το σπίτι που γεννήθηκα
✦ (σύνδ. αιτιολ.) γιατί, επειδή: λυπούμαι που δεν μπορώ να σε εξυπηρετήσω
✦ (σύνδ. χρον.) αφότου, ενώ: είναι καιρός που δε μιλιόμαστε – εκεί που κουβεντιάζαμε
✦ (σύνδ. συμπερ.) ώστε: ευχαριστήθηκε τόσο που δεν ήθελε να φύγει
✦ (σύνδ. ειδ.) ότι, πως: τον είδα που άνοιξε το συρτάρι
✦ (μόριο ευχετ.) είθε, άμποτε (ιδ. για κατάρα): που να μη σώσεις! – που να πάρει η οργή
✦ (επιφών. θαυμαστ.) τι: ώρα που βρήκε – όμορφη που είν’ η ζωή
✦ φρ. που λες, λοιπόν (ως πρόταση παρενθετική): είμαστε, που λες, τύφλα στο μεθύσι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.