ποτοαπαγόρευση
Προφορά
Ετυμολογία
ποτοαπαγόρευση ποτό + απαγορεύω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ποτοαπαγόρευση
✦ η απαγόρευση παραγωγής, πώλησης και κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών (εφαρμόστηκε στην Αμερική, χωρίς επιτυχία, από την πρώτη δεκαετία του 20ου αι. ως το 1933, για να αναχαιτίσει τον αλκοολισμό και να τονώσει την ικανότητα για εργασία)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–