ποτιστικός
Προφορά
Ετυμολογία
ποτιστικός ποτίζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ποτιστικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με το πότισμα: ποτιστικό αυλάκι
✦ που χρειάζεται πότισμα: ποτιστικά φυτά – χωράφια
✦ ποτιστική βροχή, η σιγανή και διαρκής βροχή που το νερό της ποτίζει βαθιά τη γη
✦ ουδ. το ποτιστικό ως ουσ., ο λαχανόκηπος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ξερικός
Επιρρήματα
–