ποτηράκι


ποτηράκι
Προφορά

Ετυμολογία
ποτηράκι υποκοριστικό του ουσιαστικού ποτήρι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ποτηράκι

✦ μικρό ποτήρι
✦ για οινοπνευματώδη ποτά, το περιεχόμενο ενός μικρού ποτηριού: ήπιαμε μερικά ποτηράκια ούζο
✦ (συνεκδ.) αλκοολούχο ποτό: να συναντηθούμε, να πιούμε και κάνα ποτηράκι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.