ποταμός


ποταμός
Προφορά

Ετυμολογία
ποταμός αρχαία ελληνική ποταμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ποταμός

✦ ρεύμα γλυκών νερών σε κοίτη, ποτάμι
(μτφ. ) άφθονη ροή υγρού, μεγάλη ποσότητα: ποταμοί αίματος – δακρύων
(μτφ. ) συν. ως προσδιορ. ουσ. για να δηλώσει ότι κάτι διαρκεί πάρα πολύ, ότι δεν φαίνεται να έχει τέλος: συζήτηση ποταμός – ταινία ποταμός
✦ (ειδ. λογοτ.) μυθιστόρημα ποταμός, εκτενέστατο μυθιστόρημα που παρουσιάζει τη ζωή πολλών προσώπων για πολλές γενεές
✦ φρ. άνω ποταμών, εντελώς παράλογο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.