ποτίστρα
Προφορά
Ετυμολογία
ποτίστρα μεταγενέστερη ελληνική ποτίστρα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ποτίστρα
✦ μέρος όπου ποτίζονται ή πίνουν τα ζώα: ποτίζανε τα βόδια του μοναστηριού στην καινούρια ποτίστρα (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–