ποτίζω
Προφορά
Ετυμολογία
ποτίζω αρχαία ελληνική ποτίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ποτίζω
✦ δίνω σε κάποιον να πιει, ιδ. νερό στα ζώα: περίλυπα σφυρίζοντας ποτίζω το μαύρο μας στη δροσερή πηγή (Ν. Χαντζάρας)
✦ (για φυτά) αρδεύω
✦ φρ. ποτίζω φαρμάκι – χολή, πικραίνω, καταστενοχωρώ
✦ (αμτβ.) διαβρέχομαι, υγραίνομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–