ποτήρι
Προφορά
Ετυμολογία
ποτήρι αρχαία ελληνική ποτήριον, υποκοριστικό του ποτήρ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ποτήρι
✦ μικρό σκεύος, κυρίως γυάλινο, με το οποίο πίνομε
✦ το περιεχόμενο του σκεύους αυτού, ποτηριά
✦ (συνεκδ.) το να πίνει κάποιος οινοπνευματώδη ποτά: φρ. γερό ποτήρι, μεγάλος πότης
✦ φρ. πίνω το πικρό ποτήρι, κατέχομαι από θλίψη, στενοχώρια, υφίσταμαι βάσανα και ταλαιπωρίες: ήπιε το πικρό ποτήρι της ξενιτιάς – του χωρισμού κτλ.
✦ φρ. παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο (Καινή Διαθήκη), ας μην υποστώ αυτή τη δοκιμασία
✦ Άγιο(ν) Ποτήριο(ν), ασημένιο ή χρυσό σκεύος για την άγια μετάληψη, το δισκοπότηρο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–