ποτάμι
Προφορά
Ετυμολογία
ποτάμι μεσαιωνική ελληνική ποτάμιν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ποτάμι
✦ ποταμός
✦ (μτφ. ) μεγάλη ποσότητα υγρού
✦ (ως επίρρ.) ποταμηδόν: στο φόβο ζούμε του χαμού, γιατί το αίμα ρέει ποτάμι (Ι. Ζερβός)
✦ φρ. σιγανό ποτάμι, άνθρωπος ύπουλος – τον πήρε το ποτάμι, καταστράφηκε – να το πάρει το ποτάμι, ας το ξεχάσουμε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–