ποσό


ποσό
Προφορά

Ετυμολογία
ποσό αρχαία ελληνική ποσόν, └ουδ┘ της αντων. ποσός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ποσό

✦ οτιδήποτε μπορεί να μετρηθεί ή να αυξομειωθεί, ποσότητα, ιδ. η χρηματική

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.