ποστίς


ποστίς
Προφορά

Ετυμολογία
ποστίς └γαλλ┘ postiche

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το ποστίς

✦ τούφα ή δέσμη φυσικών ή τεχνητών μαλλιών που προσαρμόζεται μετά το χτένισμα στο κεφάλι για την αύξηση του όγκου, το μάκρεμα κτλ. των μαλλιών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.