ποσοστιαίος


ποσοστιαίος
Προφορά

Ετυμολογία
ποσοστιαίος ποσοστόν

Ερμηνεία
επίθετο┘ ποσοστιαίος -α, -ο

✦ ο αναφερόμενος ή καθοριζόμενος σε ποσοστά: ποσοστιαίες αναλογίες – ποσοστιαία αύξηση αποδοχών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.