ποσειδώνιος
Προφορά
Ετυμολογία
ποσειδώνιος αρχαία ελληνική ποσειδώνιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ποσειδώνιος -α, -ο
✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ποσειδώνα
✦ πληθ. ουδ. Ποσειδώνια ως ουσ., στην αρχαιότητα, γιορτές προς τιμήν του Ποσειδώνα
✦ ουδ. ποσειδώνιο ως ουσ., τεχνητό ραδιενεργό στοιχείο, ά. νεπτούνιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–