ποσέ


ποσέ
Προφορά

Ετυμολογία
ποσέ └γαλλ┘ poché(e), μτχ. του ρήματος pocher (= μαυρίζω το μάτι κάποιου)

Ερμηνεία
ποσέ

✦ άκλ. αβγά ποσέ, αβγά μάτια που μαγειρεύονται σε νερό που βράζει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.