πορώδης


πορώδης
Προφορά

Ετυμολογία
πορώδης μεσαιωνική ελληνική πορώδης

Ερμηνεία
επίθετο┘ πορώδης -ης, -ες

✦ ο γεμάτος πόρους
✦ ουδ. το πορώδες ως ουσ., η ιδιότητα των φυσικών σωμάτων να έχουν πόρους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.