πορφύρα
Προφορά
Ετυμολογία
πορφύρα αρχαία ελληνική πορφύρα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πορφύρα
✦ είδος κοχυλιού και η βαθυκόκκινη χρωστική ουσία που εξάγεται απ’ αυτό
✦ ύφασμα βαμμένο μ’ αυτή την ουσία
✦ (ειδ.) η επίσημη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων |(ιατρ.) νόσος που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση αιμορραγικών κηλίδων στο δέρμα, συχνά και από αιμορραγίες από τις φυσικές κοιλότητες του σώματος και τους ιστούς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–