πορτοφόλι
Προφορά
Ετυμολογία
πορτοφόλι └ιταλ┘portafogli
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πορτοφόλι
✦ μικρή θήκη από δέρμα, ύφασμα ή πλαστικό που μεταφέρεται στην τσέπη και χρησιμεύει για την τοποθέτηση χρημάτων, χρήσιμων εγγράφων κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–