πορτογύρα


πορτογύρα
Προφορά

Ετυμολογία
πορτογύρα πόρτα – -γύρης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πορτογύρα

✦ θηλ. πορτογύρα αυτός που περιφέρεται ασκόπως στους δρόμους, που γυρίζει από πόρτα σε πόρτα αργόσχολος, χασομέρης

Συνώνυμα
σοκακάς
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.