πορεία


πορεία
Προφορά

Ετυμολογία
πορεία αρχαία ελληνική πορεία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πορεία

✦ περπάτημα, δρόμος, οδοιπορία
✦ (συνεκδ.) οδοιπορία διαδηλωτών: η πορεία κατέληξε στην πρεσβεία των Η.Π.Α.
(μτφ. ) βαθμιαία μεταβολή κατάστασης ή θέσης
✦ (ναυτ.) η διεύθυνση που ακολουθεί το πλοίο, πλεύση, ρότα
✦ φύλλο πορείας, ατομικό έγγραφο για μετακίνηση στρατιωτικού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.