πορδαλού


πορδαλού
Προφορά

Ετυμολογία
πορδαλού πορδή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πορδαλού

✦ θηλ. πορδαλού κ. πορδού που έχει τη συνήθεια να αφήνει πορδές, κλανιάρης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.