πονταδόρος


πονταδόρος
Προφορά

Ετυμολογία
πονταδόρος ποντάρω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πονταδόρος

✦ θηλ. πονταδόρα (για τυχερά παιχνίδια) αυτός που ποντάρει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.