ποντίζω
Προφορά
Ετυμολογία
ποντίζω αρχαία ελληνική ποντίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ποντίζω
✦ βυθίζω στη θάλασσα
✦ ρίχνω την άγκυρα στη θάλασσα για να αγκυροβολήσει πλοίο
✦ καταπλημμυρίζω: και πόντισε νερό κατακλυσμός τη χτίση (Ι. Γρυπάρης)
✦ (αμτβ.) βυθίζομαι: ποιος ξέρει σε ποιο στρόβιλο να πόντισα άξαφνα (Μ. Μαλακάσης)
✦ (μτφ. ) καταστρέφω, αφανίζω: η χτίση ποντιζόταν, έπιανε η τρομάρα ανθρώπους και ζωντανά (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–