πονοκεφαλώ


πονοκεφαλώ
Προφορά

Ετυμολογία
πονοκεφαλώ πονοκέφαλος

Ερμηνεία
πονοκεφαλώ

✦ κ. πονοκεφαλώ ρ. (πονοκεφάλ-ιασα, -ησα) παραζαλίζω, σκοτίζω: τους πονοκεφάλιασε με την ατέλειωτη ομιλία του
✦ σκοτίζομαι, ζαλίζομαι: πονοκεφαλιάζουμε συζητώντας άσκοπα (Γ. Σεφέρης) – δε βλέπω γιατί πρέπει να σκοτίζομαι και να πονοκεφαλιάζω για τούτο και για τ’ άλλο (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.