πονηρός
Προφορά
Ετυμολογία
πονηρός αρχαία ελληνική πονηρός (=κακός)
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πονηρός -ή, -ό
✦ δόλιος, πανούργος
✦ (για πρόσ.) φιλύποπτος, καχύποπτος
✦ ο που δεν εξαπατάται εύκολα
✦ έξυπνος, διαβολεμένος
✦ αρσ. ο πονηρός ως ουσ., ο διάβολος
✦ ουδ. το πονηρό(ν) ως ουσ., το κακό, το ανήθικο
Συνώνυμα
κρυψίνους
Αντίθετα
άδολος, ειλικρινής, απονήρευτος ,αγαθό
Επιρρήματα
–