πονηρεύω


πονηρεύω
Προφορά

Ετυμολογία
πονηρεύω αρχαία ελληνική πονηρεύομαι

Ερμηνεία
ρήμα πονηρεύω

✦ κάνω κάποιον πονηρό
✦ κινώ την υποψία
✦ (αμτβ.) γίνομαι πονηρός
✦ (μέσ.) πονηρεύομαι, μεταχειρίζομαι πονηριές, τεχνάσματα για να εξαπατήσω
✦ υποψιάζομαι, γίνομαι καχύποπτος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.