πονάκι


πονάκι
Προφορά

Ετυμολογία
πονάκι υποκορ. του πόνος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πονάκι

✦ μικρός, ελαφρός πόνος
✦ (ειδ.) πονάκια, οι μικροί περιοδικοί πόνοι πριν από τις ωδίνες του τοκετού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.