πομφόλυγα


πομφόλυγα
Προφορά

Ετυμολογία
πομφόλυγα αρχαία ελληνική πομφόλυξ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πομφόλυγα

✦ φυσαλίδα αέρος, φούσκα
(μτφ. ) λόγος χωρίς περιεχόμενο, αερολογία και ιδ. η κενή υπόσχεση: (εύχρ. ιδ. στον πληθ.): όλα αυτά που σου ‘ταξε ήταν πομφόλυγες

Συνώνυμα
λόγια του αέρα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.