πολύφροντις


πολύφροντις
Προφορά

Ετυμολογία
πολύφροντις μεταγενέστερη ελληνική πολύφροντις

Ερμηνεία
πολύφροντις

✦ -ις, -ι (γεν. -ιδος) επίθ. που έχει πολλές φροντίδες, πολλές έγνοιες

Συνώνυμα
περίφροντις, πολυμέριμνος
Αντίθετα
άφροντις
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.