πολύποδας
Προφορά
Ετυμολογία
πολύποδας αρχαία ελληνική πολύπους
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πολύποδας
✦ ακτινωτό, κοιλεντερωτό ζώο, ιδ. το χταπόδι |(ιατρ.) καλοήθης όγκος που αναπτύσσεται στον βλεννογόνο της μύτης, της μήτρας, του λάρυγγα κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–