πολύγαμος


πολύγαμος
Προφορά

Ετυμολογία
πολύγαμος μεταγενέστερη ελληνική πολύγαμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ πολύγαμος -η, -ο

✦ που παντρεύτηκε περισσότερες από μία γυναίκες
✦ (για γυναίκες) που έχει πολλούς άνδρες
✦ πληθ. ουδ. τα πολύγαμα ως ουσ., ζώα που ζουν κατά ομάδες με ένα μόνο αρσενικό για ολόκληρη την ομάδα
✦ φυτά με άνθη αρσενικά και θηλυκά ή ερμαφρόδιτα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.