πολυχρόνιος


πολυχρόνιος
Προφορά

Ετυμολογία
πολυχρόνιος αρχαία ελληνική πολυχρόνιος

Ερμηνεία
επίθετο┘ πολυχρόνιος -ια, -ιο

✦ μακροχρόνιος, που διαρκεί πολύ χρόνο
✦ μακρόβιος
✦ ουδ. το πολυχρόνιο(ν) ως ουσ., δέηση, στις εκκλησίες, για τη μακροημέρευση βασιλέων

Συνώνυμα

Αντίθετα
βραχυχρόνιος, ολιγοχρόνιος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.