πολυχρονεμένος


πολυχρονεμένος
Προφορά

Ετυμολογία
πολυχρονεμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος πολυχρονίζω

Ερμηνεία
πολυχρονεμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. που ζει πολλά χρόνια
✦ αυτός στον οποίο εύχομαι να ζήσει πολλά χρόνια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.