πολυχρονίζω
Προφορά
Ετυμολογία
πολυχρονίζω μεταγενέστερη ελληνική πολυχρονίζω
Ερμηνεία
πολυχρονίζω
✦ κ. πολυχρονάω ρ. (πολυχρόν-ισα, -ισμένος κ. -εμένος) διαρκώ πολύ χρόνο
✦ παρατείνω το χρόνο ζωής
✦ εύχομαι μακροβιότητα: κι ο κόσμος σε πολυχρόνιζε, αφέντη (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–