πολυφυλετικός


πολυφυλετικός
Προφορά

Ετυμολογία
πολυφυλετικός πολύς + φυλετικός• απόδοση του └αγγλ┘όρου polyphyletic

Ερμηνεία
επίθετο┘ πολυφυλετικός -ή, -ό

(βιολ.) ο καταγόμενος από περισσότερους από έναν προγονικούς τύπους: πολυφυλετικοί οργανισμοί
✦ (πολύς + φυλετικός· μτφρ. του αγγλικά multiracial) ο αναφερόμενος σε πρόσωπα, ομάδες κτλ. που έχουν διαφορετική φυλετική καταγωγή
✦ (ειδ. για κράτος, κοινωνία κτλ.) ο αποτελούμενος από μέλη με διαφορετική φυλετική καταγωγή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.