πολυφαρμακία


πολυφαρμακία
Προφορά

Ετυμολογία
πολυφαρμακία αρχαία ελληνική πολυφάρμακος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πολυφαρμακία

✦ η χρησιμοποίηση πολλών φαρμάκων ταυτοχρόνως για τη θεραπεία της ίδιας αρρώστιας
✦ η υπερβολική χρήση ή κατανάλωση φαρμάκων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.