πολυφήμητος


πολυφήμητος
Προφορά

Ετυμολογία
πολυφήμητος αρχαία ελληνική πολυφήμητος

Ερμηνεία
επίθετο┘ πολυφήμητος -η, -ο

✦ πολύφημος (βλ. λ.) : αποσύρθηκε ένα διάστημα στην Κέρκυρα… Ρίχτηκε σε πολύωρους, μοναχικούς περιπάτους, στις πολυφήμητες εξοχές του νησιού (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.