πολυφάνταστος
Προφορά
Ετυμολογία
πολυφάνταστος μεταγενέστερη ελληνική πολυφάνταστος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πολυφάνταστος -η, -ο
✦ αυτός που προκαλεί μεγάλη εντύπωση στη φαντασία, που καταπλήσσει τη φαντασία: πολυφάνταστο εικονοπλαστικό συγκρότημα (Οδ. Ελύτης)
✦ που διαθέτει μεγάλη φαντασία: πολυφάνταστο παιδί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–