πολυτραυματίας
Προφορά
Ετυμολογία
πολυτραυματίας └γαλλ┘ polytraumatisé
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πολυτραυματίας
✦ αυτός που έχει πολλά τραύματα, που παρουσιάζει πολλές κακώσεις εξαιτίας ατυχήματος, ιδ. οδικού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–