πολυτεχνισμός


πολυτεχνισμός
Προφορά

Ετυμολογία
πολυτεχνισμός πολύτεχνος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πολυτεχνισμός

✦ ικανότητα άσκησης πολλών τεχνών, επαγγελματικός καταρτισμός σε πολλές τέχνες
✦ θεωρητική και πρακτική γνώση των κυριότερων μορφών της παραγωγικής εργασίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.